- ἀμφιπαλύνω
- ἀμφιπᾰλύνω,A sprinkle all over, A.R.3.1247.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφιπαλύνω — ἀμφιπαλύνω (Α) πασπαλίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + παλύνω «πασπαλίζω, χρίω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek